- αζιμούθιο
- (Αστρον.). Όρος της αστρονομίας που δηλώνει τη γωνία που μετριέται κατά την ανοδική φορά, από τον νότο (S) προς τα δυτικά (Ο), μεταξύ δύο επιπέδων που περιέχουν την κατακόρυφο του παρατηρητή και διέρχονται το ένα από το σημείο του ορίζοντα Νότος και το άλλο από τον αστέρα του οποίου θέλουμε να προσδιορίσουμε τη θέση. Άλλο στοιχείο, αναγκαίο για τον προσδιορισμό της θέσης του αστέρα με αυτό το σύστημα των συντεταγμένων, είναι το γωνιώδες ύψος του ίδιου του αστέρα σε σχέση προς τον ορίζοντα του παρατηρητή.
Το όργανο που μετράει τις συντεταγμένες αυτές λέγεται αλταζιμούθιο και αποτελείται από κύκλους, που έχουν βαθμολογηθεί και οι οποίοι είναι κάθετοι μεταξύ τους: ο πρώτος τοποθετείται παράλληλα προς τον ορίζοντα· ο άλλος, στερεωμένος σε διόπτρα, μπορεί να στρέφεται γύρω από τον κάθετο και τον οριζόντιο άξονα. Όταν το όργανο οριζοντιωθεί και προσανατολιστεί κατάλληλα, το α. του αστέρα διαβάζεται στον οριζόντιο κύκλο και το ύψος στον κατακόρυφο.
Το αζιμούθιο μετριέται επί του ορίζοντα κατά την ανάδρομη φορά σε μοίρες και κλάσματα της μοίρας. Για τον αστέρα Α το αζιμούθιο είναι: στην αστρονομία το τόξο S-V και στη ναυσιπλοΐα το τόξο N-E-S-V. Το ύψος είναι πάντοτε το τόξο V-A.
* * *το (Αστρον.)μία από τις δύο συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε τη θέση ενός σημείου στον ουρανό (η άλλη είναι η ζενιθία απόσταση ή το ύψος). Το αζιμούθιο είναι η δίεδρη γωνία μεταξύ τού μεσημβρινού επιπέδου τού τόπου παρατηρήσεως και τού κατακόρυφου κύκλου τού σημείου (ενός μέγιστου κύκλου που περνά από το σημείο και το ζενίθ τού τόπου).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azimuth < αραβ. as sumūt (= κατεύθυνση, δρόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.